- δημωφελής
- -ές (AM δημωφελής, -ές)αυτός που είναι ωφέλιμος στον λαό, ο εθνωφελής, ο κοινωφελής («δημωφελή έργα»)αρχ.1. αυτός που αγαπά τον άνθρωπο ή τον λαό, φιλάνθρωπος, φιλόλαος2. το ουδ. ως ουσ. το δημωφελέςτο κοινό καλό, το δημόσιο συμφέρον.[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -ωφελής < όφελος (το) (πρβλ. και ανωφελής, κοινωφελής, οικωφελής)].
Dictionary of Greek. 2013.